δεισιδαίμονας

δεισιδαίμονας
δεισιδαίμων
fearing the gods
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεισιδαίμονας — και δεισιδαίμων, ων, ον ο προληπτικός, αυτός που φοβάται τους δαίμονες και πιστεύει σε υπερφυσικές δυνάμεις: Οι ακαλλιέργητοι άνθρωποι είναι συνήθως δεισιδαίμονες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεισιδαίμονας — ο (AM δεισιδαίμων, ον) αυτός που κατέχεται από δεισιδαιμονίες, ο προληπτικός αρχ. 1. ο ευσεβής, ο θεοσεβής 2. φρ. «δεισιδαίμων διάθεσις» δεισιδαιμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισι (< δείδω*) + δαίμων. Η λ. δεισιδαίμων ανήκει στην κατηγορία τών… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • δεισίθεος — δεισίθεος, ον (Α) ο δεισιδαίμονας, ο ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισι (< δείδω*) + θεός. Για τον σχηματισμό πρβλ. δεισιδαίμων] …   Dictionary of Greek

  • δεισιδαίμων — βλ. δεισιδαίμονας …   Dictionary of Greek

  • θεόληπτος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Θ. A’ (; 1522). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1513 22). Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ιωαννίνων από τον προκάτοχό του, Παχώμιο Α’, και, όταν αυτός πέθανε, εξασφάλισε από τον σουλτάνο Σελίμ Α’ (1512 20) τον… …   Dictionary of Greek

  • θρήσκος — α, ο (ΑΜ θρῆσκος, ον, θηλ. και α) ο οπαδός θρησκείας ο οποίος πιστεύει στα δόγματα ή στις θρησκευτικές αρχές και μετέχει ταχτικά στη θρησκευτική ζωή αρχ. ο δεισιδαίμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρησκεύω, υποχωρητ.] …   Dictionary of Greek

  • προληπτικός — ή, ό / προληπτικός, ή, όν, ΝΑ [προλαμβάνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόληψη νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί κάτι (α. «πήραν προληπτικά μέτρα για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική… …   Dictionary of Greek

  • συνδεισιδαίμων — όνος, ὁ, ἡ, Α [δεισιδαίμων] αυτός που είναι εξίσου δεισιδαίμονας …   Dictionary of Greek

  • φετιχιστής — ο, θηλ. φετιχίστρια, Ν 1. ο φετιχολάτρης 2. συνεκδ. δεισιδαίμονας 3. (ιατρ. ψυχολ.) αυτός που πάσχει από φετιχισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fetichiste (βλ. και λ. φετίχ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”